Η τήβεννος

2 Αυγούστου, 2010

 ΑΣΗΜΙΝΑ

ΚΛΟΔΙΟΣ

ΛΕΠΙΔΟΣ

ΚΑΙΣΑΡ

ΛΕΠΙΔΟΣ:   Ε σκούντησε την να ξυπνήσει.

ΚΛΟΔΙΟΣ:   Βάρβαρε πώς μπορείς να εμποδίσεις την ομορφιά όταν επιθυμεί να  κοιμηθεί κι άλλο

ΛΕΠΙΔΟΣ:   Για γέννες πάντως είναι σιτεμένη

(ξαφνικά) Και μη με ξαναπείς βάρβαρο ευνούχε (δείχνει το σπαθί του) γιατί σε βλέπω ακόμα πιο κολοβό. Είμαι αξιωματικός και εκτελώ διαταγή.

ΚΛΟΔΙΟΣ:   Μμμμ!  Εκατόνταρχος στο παλάτι δηλαδή στα μετόπισθεν, έτσι πολεμάω και γω

ΛΕΠΙΔΟΣ:   Εσύ δεν είσαι ελεύθερος για να πολεμήσεις απελεύθερε λακέ ενώ εγώ  είμαι ευγενής                                                                                 

ΚΛΟΔΙΟΣ:   Πληβείος όμως είσαι νεόπλουτος Πληβείος

ΛΕΠΙΔΟΣ:  Είμαι Civis et Nobilis, ελεύθερος και ευγενής. Δούλε!

ΚΛΟΔΙΟΣ:  Δεν είμαι δούλος θρασίμι, όλοι με σέβονται εδώ μέσα, αλλά ένα  γλυφτρόνι  βέβαια παίρνει τις προαγωγές…

ΛΕΠΙΔΟΣ:  Τι είπες, όρθιο ερείπιο!

ΚΛΟΔΙΟΣ:  Τσούζει η αλήθεια ε; απολειφάδι. Ρώτα τους φρουρούς σου τι λένε μεταξύ  τους πως απ΄ τη μύτη σου πιο μεγάλο είναι το κωλόβισμα…

        (Ο ΛΕΠΙΔΟΣ  τον αρπάζει  έξαλλος)

ΛΕΠΙΔΟΣ: Τώρα δε σε σώζει κανείς, πέθανες πλαδαρό γουρούνι …

(ενώ τσακώνονται η Ασημίνα ξυπνά με κάπως ανορθόδοξο τρόπο για ωραία κοιμωμένη. Δεν είναι χοντρή, έχει γλώσσα και μιλά κανονικά και λατινικά)

 

ΑΣΗΜΙΝΑ :  Δόξα τω Θεώ….Γαμώ το φελέκι μου πού βρίσκομαι πάλι, που ήρθα; Τι είναι αυτά τα δαυλιά γύρω… εγώ δε βλέπω τη μύτη μου αλλά (εννοεί τον ΛΕΠΙΔΟ) αυτουνού γυαλίζει…

ΛΕΠΙΔΟΣ+ΚΛΟΔΙΟΣ:}  Ξυπνάει!!!

ΛΕΠΙΔΟΣ:   Τί  Θεό μας τσαμπουνάει, λές να είναι χριστιανή;

ΚΛΟΔΙΟΣ:   Φευ! Όχι βλάξ θα προσφωνεί τον Καίσαρα

ΑΣΗΜΙΝΑ:   Εε !!Εσύ μυτόγκα με την κοντή τη φουστίτσα…

(Ο ΛΕΠΙΔΟΣ: και ο ΚΛΟΔΙΟΣ: την πλησιάζουν θριαμβευτικά)

ΛΕΠΙΔΟΣ+ΚΛΟΔΙΟΣ:} NOVUS HOMO!!! (Ο καινούριος άνθρωπος)

ΑΣΗΜΙΝΑ:                       AVE MARIA

ΛΕΠΙΔΟΣ:  Όχι Μαρία, Λέπιδος

ΚΛΟΔΙΟΣ: Ομιλείτε την κλασσικήν Λατινικήν;

(Στον Λέπιδο) Άρα είναι από ευγενική γενιά

ΛΕΠΙΔΟΣ: Ωωω! Homo Novalis;

ΑΣΗΜΙΝΑ: Ε Ρε θ αρχίσω τα μπινελίκια! Θα μου πείτε πού βρίσκομαι;

ΚΛΟΔΙΟΣ: Υπό το κράτος του Μάρκου Αυρηλίου Αντωνίνου, του τρομερού Καρακάλλα, του Θεού επί γης και Καίσαρά μας φίλτατη Καικιλία

ΑΣΗΜΙΝΑ: Χαίρω πολύ Μαντάμ. Ασημίνα

ΚΛΟΔΙΟΣ: Εσύ Καικιλία, εγώ Κλόδιος

ΛΕΠΙΔΟΣ: Το όνομα αυτής Καικιλία είπεν ο Καίσαρ και σβήστηκαν όλα τα κατάστιχα.

Έστεψε τη ρόδινη κοιμωμένη του την πρώτη και ελεύθερη γυναίκα της Aυτοκρατορίας.

ΑΣΗΜΙΝΑ: Ρόδινη λέει που άρπαξα στο πρόσωπο;

ΛΕΠΙΔΟΣ: Ετοίμασες την τήβεννο χούφταλο; φέρνω τον Καίσαρα τσακίσου

(φεύγει)

ΚΛΟΔΙΟΣ: (σε πανικό) Θεοί της Ρώμης, θα προλάβουμε; Εμπρός Καικιλία φορέστε την πορφυρά την τήβεννο με τη χρυσή μπορντούρα (της την προβάρει) είναι η πρώτη τόγκα που σχεδίασα για γυναίκα ελεύθερη. Εσάς!

ΑΣΗΜΙΝΑ: Ελεύθερη; Γουστάρω να κάνω ότι γουστάρω και αυτή η μπέρτα είναι πολύ μπάνικη, αρχοντικιά. Επιτέλους και γω να χωράω στο ρούχο και αυτό να μου πέφτει μπόλικο. Άρεσα στον Καίσαρα ε παππού;

ΚΛΟΔΙΟΣ: Του αρέσατε πολύ          

ΑΣΗΜΙΝΑ: Ουφ! Μ΄ερωτεύτηκε και θα θέλει να με παντρευτεί…

ΚΛΟΔΙΟΣ: Ερωτεύτηκε;  ω, όχι όχι ο Μάρκος Αυρήλιος δεν αγγίζει γυναίκες. Αποφάσισε όμως να του κάνετε ένα γιό.

ΑΣΗΜΙΝΑ: Ναι τράβα να δεις αν έρχομαι οι γέννες μου λείπανε τώρα…

ΚΛΟΔΙΟΣ: Πώς??!!!

ΑΣΗΜΙΝΑ:  Τι λες ρε γέρο πώς θα του κάνω γιο, θα μυρίσω κανα κρίνο?

ΚΛΟΔΙΟΣ:  Άθλιες Χριστιανικές φήμες! μόνο ένας τρόπος γι΄αυτό υπάρχει και ο   Καίσαρ επισπεύδει τη διαδοχή καθώς καραδοκούν εχθροί και φίλοι

ΑΣΗΜΙΝΑ: Κι αν κάνω κόρη;;

ΚΛΟΔΙΟΣ: Μα πώς θα παραβείτε τη βούλησή του! Αφού θέλει γιο θα κάνετε γιό, μη βάζετε κακό με το νου σας

ΑΣΗΜΙΝΑ:  Ε δεν υπάρχει άλλη παράλογη τέτοια καντεμιά!

ΚΛΟΔΙΟΣ:  Πως δεν υπάρχει, φευ! Τα αιλουροειδή και ο λάκκος τους. Όση σάρκα και να τα  ταΐσεις είναι πάντα πεινασμένα!

ΑΣΗΜΙΝΑ:  Α τότε έμεινα πολύ και δω. (πετάει την τήβεννο). Γέροντα θα    βοηθήσεις?

(o KΛΟΔΙΟΣ  αμέσως της την ξαναφορά βλέποντας τον ΛΕΠΙΔΟ να μπαίνει)

ΛΕΠΙΔΟΣ:  Ave oh  Caesar , τρομερέ Καρακάλλα!

( μπαίνει ο KΑΙΣΑΡ , ο ΚΛΟΔΙΟΣ κατουριέται ο ΛΕΠΙΔΟΣ το καταλαβαίνει και τον κοροϊδεύει)

 

ΚΑΙΣΑΡΑΣ:  Τι έχουμε εδώ; Λέπιδε βοήθησέ με να θυμηθώ γιατί ήρθα

ΛΕΠΙΔΟΣ:   Θυμάστε ω! Caesar ότι ήρθατε να επιθεωρήσετε την πρώτη civis γυναίκα   της Ρώμης, αυτής που θα που θα σας κάνει γιό.

ΑΣΗΜΙΝΑ:  Ωρε γλέντια!

ΛΕΠΙΔΟΣ:   Μια γυναίκα φυσική και όμορφη όπως είπατε και όχι χλωμή ή μαυριδερή  βαμμένη με πούδρες και μπογιές όπως συνηθίζουν οι άλλες για να σας  τυλίξουν. Είπατε: στο χρώμα του αίματος πρέπει να φέρνει η γυναίκα για να είναι επιθυμητή αλλά σε πιο ανοιχτές αποχρώσεις φραουλί ή ρόδινη είναι χάρμα οφθαλμών…

ΚΑΙΣΑΡΑΣ: Α ναι βέβαια θυμάμαι.

 (παύση)

  Πότε το αποφάσισα;

ΛΕΠΙΔΟΣ:  Χτες που τη βρήκαμε σχεδόν καμένη να κοιμάται στο solarium. Σίγουρα              θυμάστε!

ΚΑΙΣΑΡΑΣ: Ναι, δηλαδή όχι αλλά τώρα που τη βλέπω με την τήβεννο είναι πολύ                             …καλοφτιαγμένη κι αστράφτει καλύτερα και από άλογο σε χρυσή άμαξα.                   (στον ΚΛΟΔΙΟ) Μπράβο κουβικουλάριε! Πώς είπαμε τ΄ όνομά σου                        απελεύθερε  ευνούχε;

ΚΛΟΔΙΟΣ:   Κλόδιος Καίσαρ, Κλόδιος. Σας ξέρω από τόσο δα! Φροντίζω τους κοιτώνες σας κι έραψα προσωπικά την τήβεννο της στέψης σας, σας μάθαινα και Ελληνικά, μα δε θυμάστε;

ΛΕΠΙΔΟΣ:  Τί  κάνεις ξεκούτη; Τον Καίσαρα πιέζεις να θυμηθεί;

ΚΛΟΔΙΟΣ:  Που σας μάθαινα Ελληνικά θυμάστε;

ΚΑΙΣΑΡΑΣ:  Άχρηστη γλώσσα, παλιά μ΄ ένα συντακτικό σκέτο παλούκι…Κάνεις σαν  να μ΄ έμαθες πόλεμο γέροντα, λέξη δε θυμάμαι

ΛΕΠΙΔΟΣ:   Τα ΄χει λίγο  χαμένα ω Καίσαρ Σωτήρα μας και νικητή…

ΚΑΙΣΑΡΑΣ: (στον ΛΕΠΙΔΟ άγρια) Τελείωνε με τη γυναίκα, βιάζομαι, έχουν έρθει  καινούρια σπαθιά απ΄ τη Συρία

ΛΕΠΙΔΟΣ:  (της ανοίγει το στόμα) Γερά δόντια!

 (της χτυπάει το κεφάλι) Γερό κόκκαλο!

 (της πιάνει τη λεκάνη, την επιθεωρεί) Γερό σκαρί!

  Όλα εντάξει!      

ΚΑΙΣΑΡΑΣ:  Λέπιδε. Εκτιμάς  πως προλαβαίνω ένα παιδί πριν τον νέο μου θρίαμβο   στην Αλεξάνδρεια;       

ΛΕΠΙΔΟΣ:   Μόνο αν γίνει αύριο τρομερέ Καρακάλλα

ΚΑΙΣΑΡΑΣ: Πλύντε την, ταΐστε την, κεντήστε στην τήβεννο και τα μαργαριτάρια. Αύριο θα κάνω γιο και θα πάω στη μάχη. Γέροντα φέρε μου χρυσή κλωστή να τη δέσω στο δάχτυλο.

 

(ο ΚΛΟΔΙΟΣ το κάνει, ο ΚΑΙΣΑΡΑΣ φεύγει και πίσω του ο ΛΕΠΙΔΟΣ αφού κοροϊδέψει τον ΚΛΟΔΙΟ)

ΛΕΠΙΔΟΣ:   Πώς σε είπαμε ευνούχε ;;;

ΚΛΟΔΙΟΣ:  (απαρηγόρητος) Ούτε τ΄ όνομά  μου δε θυμάται. Όλη τη ζωή μου πέρασα μέσα στα πόδια των αυτοκρατόρων και  των άξεστων αρχόντων με τις φαύλες έξεις τους και τα πιο άθλια βίτσια. Χρόνια να τρέμω και να κοκκινίζω ακούγοντας το βήμα τους, να παραφυλάω για να βλέπω πώς εξευτελίζουν την ελευθερία που τους δωρίστηκε και γι΄ αυτό την εκδικούνται. Να βολοδέρνω σαν φάντασμα μέσα στους κοιτώνες τους, να τρομάζω δίχως ήχο μόνο με την ανάσα, να σφίγγω τα δόντια για να μην κάνω εμετό, μην ενοχλήσω και διακόψω κάποιο όργιο στη μέση… Να κουνάω το κεφάλι ακούγοντας το πιο παράλογο, το πιο άδικο και να λέω «ναι,ναι»  όσο περνούν τα χρόνια τόσο πιο πολλά και πιο δυνατά «ναι, ναι» .Tόσα, που συνήθισε από την υποταγή ο αυχένας και τώρα δεν μπορώ να κοιτάξω ούτε τον ουρανό… Τι αξία έχει, σε τί ωφελεί μια ζωή αν δεν ξέρει να πολεμά στους άγριους καιρούς;

                      Παιδί μου  πρόσεχε.

ΑΣΗΜΙΝΑ:   Ξέρω μάλλον  κι άλλους καιρούς με τέτοιο κουσούρι. Αλλά εγώ μπαρμπούλη δεν είμαι από δώ γι αυτό πρέπει να φύγω  

ΚΛΟΔΙΟΣ:   Τρελλάθηκες γυναίκα πού θα πας;

ΑΣΗΜΙΝΑ:   Κάπου αλλού οπουδήποτε, ίσως και να επιστρέψω…

                                    (παύση)

Μάλλον  ήταν σε άλλη εποχή αλλά sorry, μόνο  αυτό θυμάμαι απ΄ το σχολείο ( του φοράει την τήβεννο και τον ικετεύει με το ένα χέρι στο γόνατο και το άλλο στο πηγούνι).

Κύριε σε παρακαλώ βοήθησέ με!

ΚΛΟΔΙΟΣ:   (Συγκινημένος σφίγγει την τήβεννο στο κορμί του)

Ίσως, αυτό να είναι μια λύση, μια ελπίδα για κάποιον που ήρθε από αλλού και που εκεί πρέπει να πάει, στο μέλλον

Αλλά και για αυτόν που είναι από δω υπάρχει ελπίδα να ξορκίσει τ΄ άχρηστα, τα περασμένα. Το λοιπόν, θα σε βγάλω από το παλάτι!

ΑΣΗΜΙΝΑ:    Είσαι πολύ τσίφτης γέροντα. (Του σκάει ένα φιλί)

ΚΛΟΔΙΟΣ:    Είναι καλό αυτό;

ΑΣΗΜΙΝΑ:    Ε βέβαια! Τίτλος τεφαρίκι. Πόσο μακριά μπορώ να φτάσω λες;

ΚΛΟΔΙΟΣ:   Αρκετά, αφού θα ναι έξω απ΄ τα τείχη . Για να πας όμως μακρύτερα  θα αναλάβουν άλλοι. Σε λίγο θα ΄χει νυχτώσει, ξεκίνα. (την κρύβει)  Η πίσω έξοδος έχει να ανοίξει πενήντα χρόνια. Πάρε και κανα κερί μαζί. Θα τη βρεις από αυτήν την καταπακτή  που βγαίνει στο κελάρι.

                     Τι λένε τώρα στον χειρότερο χαφιέ της Ιστορίας;;;

ΛΕΠΙΔΟΣ:   (μπαίνει) Χραππ! Σε τσάκωσα, να παίζεις τον ελεύθερο. Πού είναι η γυναίκα ;;;

ΚΛΟΔΙΟΣ:  Έφυγε, εγώ την άφησα και ελεύθερος ε ί μ α ι

ΛΕΠΙΔΟΣ:  Α τι έκανεεες!

ΚΛΟΔΙΟΣ: Περήφανο τον εαυτό μου έκανα που υπηρέτησα επιτέλους πιστά και μια μελλοντική αξία      

(Ο ΛΕΠΙΔΟΣ πάει να τον αρπάξει)

                  Μην αγγίξεις την τήβεννο, μπορώ να πεθάνω ντυμένος όπως μου κάνει κέφι είναι δικό της δώρο και δεν θα μου το πάρεις

ΛΕΠΙΔΟΣ: Ακόμα κι αν δεν στην  πάρω και μόνο στη θέα των λιονταριών θα την κατουρήσεις κακομοίρη. Άνοιξες το λάκκο σου,  πάω στον Καίσαρα αμέσως…

ΛΕΠΙΔΟΣ:( πάει να φύγει, στέκεται. Πετάει κάτω το κράνος του). Κάλπικο σηστέρσιο δε δίνω για την κόρη αλλά για σένα γεροξεκούτη που δε θα χω να βρίζω…

                  Ας ελπίσουμε ότι ο Μάρκος Αυρήλιος  κοιμάται. Αν από το δάχτυλό του κόψω τη χρυσή κλωστή και τον πάρω από δω πρωί πρωί για καμιά μάχη, μπορεί  να το ξεχάσει, αρκεί οι βάρβαροι να είναι οι σωστοί, να έχουν τη χειρότερη φήμη δηλαδή και τα καλύτερα όπλα. Μμμ,  ο φίλος μου ό Έπαρχος μπορεί να το φροντίσει αυτό. Βλέπεις τι πρόκληση μου δίνεις Κλόδιε για να γίνω Λεγάτος!

ΚΛΟΔΙΟΣ: Μπά;  Τώρα τα μούτρα σου θέλουνε  όλη τη λεγεώνα ;

ΛΕΠΙΔΟΣ: Σωστά το λές :τώρα, γιατί μετά καταλαβαίνεις τι έχει να γίνει αν συνεχίσει ο Καίσαρ να ξεχνά… Και να θυμάσαι  πως όσο πιο άγριοι είναι οι βάρβαροι, τόσο πιο σίγουρη είναι η σωτηρία σου γέρο. Λοιπόν δεν  θα προλάβω,  πιάνω δουλειά

ΚΛΟΔΙΟΣ: Και εσύ  να θυμάσαι πως είμαι ελεύθερος. Και ελεύθερος και τσίφτης…

Το σουτιέν

29 Μαΐου, 2010

ΣΚΗΝΗ 1

ΦΑΝΤΑΣΙΩΣΗ:    Νύχτα. Η πρόσοψη μιας πολυκατοικίας χωρίς μπαλκόνια. Από το γείσο του 5ου ορόφου κρέμεται ένας άντρας, του οποίου βλέπουμε την πλάτη. Ένα παράθυρο από πάνω του ανοιχτό. Ακούγεται από μέσα η φωνή της Γυναίκας.

ΓΥΝΑΙΚΑ:            Έρχομαι μωρό μου. Ψάχνω για κείνα τα σεντόνια. Α όχι! Τώρα θυμήθηκα! Τα έβαλα όλα στο πλυντήριο.

ΑΝΤΡΑΣ:              Μην αργείς. Δεν αντέχω άλλο.

ΓΥΝΑΙΚΑ:            Το ξέρω μωρό μου. Δεν θα ‘θελα με τίποτα να ήμουν στη θέση σου.

ΑΝΤΡΑΣ               Τελείωνε!

ΓΥΝΑΙΚΑ:            Ναι ναι τελειώνω, αλλά τι να κάνω; Δεν βρίσκω τίποτα.

ΑΝΤΡΑΣ:              Το κέρατό μου! Το ήξερα ότι είσαι άχρηστη. Από την αρχή το ήξερα.

ΓΥΝΑΙΚΑ:            Ναι δεν στο έκρυψα.

ΑΝΤΡΑΣ:              Το χέρι μου. Κάνε κάτι.

ΓΥΝΑΙΚΑ:            Ναι ναι να κάνω. Τι να κάνω όμως; Κάτι πρέπει να κάνω. Έχεις καμιά ιδέα τι να κάνω; 

ΑΝΤΡΑΣ:              Υπάρχει θεός; Δεν υπάρχει θεός. Δεν υπάρχειειιι.

ΓΥΝΑΙΚΑ:            Μην γίνεσαι άθεος μωρό μου. Αμαρτία!

ΑΝΤΡΑΣ:              Τον αντίχριστό μου εδώ μέσα!

ΓΥΝΑΙΚΑ: (σκύβοντας στο παράθυρο)Εδώ μέσα είμαι εγώ μωρό μου. Εσύ είσαι εκεί έξω.

ΑΝΤΡΑΣ:              Δε θα μπω μέσα; Θα σου δείξω εγώ καριόλα.

ΓΥΝΑΙΚΑ:            Την ίδια ακριβώς φράση είπες πριν ακόμα προλάβω να ξεκλειδώσω την πόρτα.

ΑΝΤΡΑΣ:              Σκάσε!

ΓΥΝΑΙΚΑ:            Και σκάσε μου είπες. Εγώ σε ρωτούσα γιατί εξαφανίστηκες για δυο ολόκληρες μέρες και εσύ όρμησες να με χτυπήσεις. Τι κρίμα όμως. Βρέθηκες  έξω από το παράθυρο. Ευτυχώς, πρόλαβα και έκανα στην άκρη. Μεγάλη η χάρη του.

ΑΝΤΡΑΣ:              Τόσο μεγάλη που σύντομα θα μείνεις χήρα αν συνεχίσεις να μαλακίζεσαι.

ΓΥΝΑΙΚΑ:            Δεν θέλω ούτε να σκέφτομαι τη ζωή μου χωρίς εσένα. Το βρήκα! Που έχεις το κινητό σου να πάρω τηλέφωνο την πυροσβεστική;

ΑΝΤΡΑΣ:              Όχι το κινητό. Κοίτα στην αποθήκη. Έχω σκοινί εκεί.

ΓΥΝΑΙΚΑ:            Και δεν το λες τόση ώρα; Τρέχω μωρό μου. (μπαίνει και ακούγεται από μακριά) Που ακριβώς είναι το σκοινί; Δεν το βρίσκω.

ΑΝΤΡΑΣ:              Άνοιξε τα στραβά σου. Εκεί είναι.

ΓΥΝΑΙΚΑ:            Λες εκείνο  που με έδεσες τις προάλλες επειδή σκάλιζα το κινητό σου ε;

ΑΝΤΡΑΣ:              Σου έχω πει ότι δεν θέλω να πειράζεις τα πράγματά μου. Το σκοινί. Φέρ’ το.

ΓΥΝΑΙΚΑ:            Το πέταξα χθες μωρό μου. Μου έφερνε άσχημες αναμνήσεις.

ΑΝΤΡΑΣ:              Στο διάολο. Να πας στο διάολο ακούς;

ΓΥΝΑΙΚΑ:            Ακούω μωρό μου.

Ο ΑΝΤΡΑΣ γλιστράει, βγάζει κραυγή και τελικά κρατιέται.

 

ΓΥΝΑΙΚΑ:            Είσαι ακόμα εκεί μωρό μου;

ΑΝΤΡΑΣ:              Το χέρι μου, μούδιασε. Πόσες αντοχές νομίζεις έχω ο άνθρωπος;

ΓΥΝΑΙΚΑ:            Σε τι θέλεις να σου απαντήσω; Στο πόσες αντοχές έχεις ή στο άνθρωπος; Λοιπόν σχετικά με τις αντοχές νομίζω κρατάς καλά. Την μισή σου μέρα περνάς στο γυμναστήριο, όσο για το άνθρωπος…

ΑΝΤΡΑΣ:              Με δουλεύεις παλιοβρόμα; Κάνεις αστεία όταν σε λίγο μπορεί να σκάσω από 7 μέτρα ύψος σαν….σαν….

ΓΥΝΑΙΚΑ:            Σαν.. σαν.. ούτε εγώ βρίσκω λέξη.

ΑΝΤΡΑΣ:              Με δουλεύεις! Ναι με δουλεύεις!

ΓΥΝΑΙΚΑ             Εγώ; Πιστεύεις κάτι τέτοιο για μένα; Ντροπή σου μωρό μου!

ΑΝΤΡΑΣ:              Και κόφ’ το επιτέλους αυτό το μωρό μου! (παύση)

ΓΥΝΑΙΚΑ: (εμφανίζεται στο παράθυρο. Βγάζει το σουτιέν της) Ορίστε μωρ..ό…

ΑΝΤΡΑΣ:              Τι είναι αυτό;

ΓΥΝΑΙΚΑ:            Είναι αυτό που μου αγόρασες τις προάλλες από τη λαϊκή. Τα κινέζικα είναι καλά μου είπες. Μπορεί να μην είναι σεξουαλικά και τι να τα κάνεις τα σεξουαλικά εσύ, έτσι μου είπες, αλλά είναι ανθεκτικά. (Παύση) Δεν υπάρχει κάτι άλλο. Ή το πιάνεις ή πέφτεις.

Σκοτάδι. Ακούγεται ο θόρυβος που κάνει ο ΑΝΤΡΑΣ καθώς σκάει στο

πεζοδρόμιο.

 

ΓΥΝΑΙΚΑ:            Α ξέχασα να σου πω ότι σκίστηκε και δεν πρόλαβα να το ράψω. Φτηνοπράγματα των 5 ευρώ. Ξοδεύτηκες πάλι μωρό μου.

 

ΣΚΗΝΗ 2

ΠΑΡΟΝ: Η γυναίκα με την πλάτη γυρισμένη στο κλειστό παράθυρο.

Ακούγονται τα κλειδιά στην πόρτα. Η πόρτα κλειδωμένη.

ΑΝΤΡΑΣ:              Δεν θα μπω μέσα; Θα σου δείξω εγώ καριόλα.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ανοίγει το παράθυρο, προχωράει προς την πόρτα και την

ξεκλειδώνει.       

O σκούφος

29 Μαΐου, 2010

Α        Δεν μ’ αρέσει εδώ.

Β        Λογικό είναι. Ξεχνάς που βρισκόμαστε;

Α        Δηλαδή έτσι θα είμαστε;

Β        Ναι.

Α        Φοβάμαι.

Β        Δεν πρέπει, δεν θα κρατήσει πολύ.

Α        Πόσο;

Β        Υπολόγισε. Είμαστε εδώ τρεις μήνες.

Α        Πόσο θέλουμε ακόμα;

Β        Δεν ξέρω ακριβώς.

Α        Και μετά τι;

Β        Μετά θα βγούμε στο φως.

Α        Φοβάμαι το φως. Δεν το γνωρίζω,… τελικά ίσως είναι καλύτερα εδώ.

Β        Μη φοβάσαι. Όταν βγούμε από δω δεν θα είμαστε μόνοι μας.

Α        Αλήθεια;

Β        Ναι.

Α        Που το ξέρεις;

Β        Το ξέρω. Το έχω ξαναπεράσει. Όταν βγήκα την πρώτη φορά κάποιος με κράταγε αγκαλιά. Μαμά μου έλεγε να τη λέω.

Α        Και; Σε άφησε η μαμά;

Β        Όχι δεν με άφησε. Ή ναι με άφησε. Δεν το ήθελε όμως. Έγινε ξαφνικά. Θυμάμαι ότι άκουσα ένα θόρυβο και μετά έπεσα από την αγκαλιά. Άκουσα τη φωνή της. Και αυτή έπεσε μαζί μου. Δεν ξέρω τι απέγινε.

Α        Γιατί ξαναγύρισες;

Β        Για να ξαναβγώ στο φως.

Α        Και αν ξαναπέσεις;

Β        Δεν θέλω να ξαναπέσω.

Α        Ακούω συνέχεια να μιλούν για αίμα. Τι είναι το αίμα;

Β        Κάτι κόκκινο, που χύνεται. Το έχω δει. Κι εγώ είχα αίματα όταν έπεσα.

Α        Και η μαμά που σε κρατούσε αγκαλιά;

Β        Ναι κι αυτή. Και άλλοι πολλοί. Τώρα που το σκέφτομαι το αίμα είναι ένα κόκκινο πράγμα που τρέχει σαν νερό, αλλά τρέχει από πολλούς μαζί, ταυτόχρονα.

Α        Πόσοι ήσασταν;

Β        Δεν ξέρω. Δεν είχα μάθει να μετράω. Ήμασταν όμως πολλοί. Υπήρχε και φωτιά. Δεν ξέρεις τι είναι η φωτιά ε; Είναι κάτι που καίει, σε λιώνει… Στην αρχή ακούστηκε ένας θόρυβος, δυνατός πολύ.  Μετά πάλι, πιο δυνατός, τρομακτικός. Κι εγώ σαν να ήμουν μέσα του. Μετά, ένιωσα να πετάω. Και  εκεί τελείωσε, δεν θυμάμαι τίποτα άλλο.

Α        Κάτι κακό θα είχε γίνει εκεί έξω. Εδώ τουλάχιστον έχουμε ησυχία.

Β        Κάποιες φορές ακούγονται κι εδώ φωνές ε;

Α        Ναι. Και κάποιες φορές πέφτουμε απότομα. Πονάω τότε. Εσύ;

Β        Κι εγώ.

Α        Πόσος καιρός πάει από τότε;

Β        Εννιά χρόνια νομίζω. Δεν ξέρω να μετράω καλά. Δεν είχα μάθει. Θυμάμαι μία γυναίκα με ωραία στολή, αεροσυνοδός έλεγε η μαμά ότι ήταν. Με χάιδεψε στο κεφάλι. Φορούσα ένα σκούφο που έγραφε Χρόνια πολλά.  Είχα γενέθλια. Γινόμουν ενός έτους. Ήταν Σεπτέμβρης. Μια άλλη αεροσυνοδός ήρθε με μία τούρτα. Δεν πρόλαβα να τη δοκιμάσω. Πέσαμε αμέσως. Δεν ξέρω τι γεύση έχει μία τούρτα.

Ακούγονται τρομακτικοί θόρυβοι και φωνές.

Α        (με τρομαγμένη φωνή) Κοίτα αίμα. Είναι έτσι όπως μου το είπες. Κόκκινο και τρέχει σαν νερό

Β        Δώσε μου το χέρι σου. Μη φοβάσαι έχεις εμένα.

Α        Σσσς κάτι ακούω. Κάποιος φωνάζει στη μαμά…

          Πότε επιτέλους θα σταματήσουν οι φωνές;

Β        Κάποια στιγμή θα κουραστούν και θα σταματήσουν. 

Α        Πονάω. Δεν θέλω άλλο να πονάω. Θέλω να βγω στο φως.

Β        Όταν βγεις με ποιους θα είσαι;

Α        Μ’ αυτούς που δεν πονάνε.

Β        Εγώ θα είμαι με τους άλλους. Δε φοβάμαι το αίμα πια.

Α        Διψάω. Νομίζω ότι το υγρό έχει λιγοστέψει εδώ μέσα ε;

Β        Πρέπει να πίνει νερό. Πολύ νερό. Αυτή όμως κάθεται όλη μέρα στον ήλιο και αυτό δεν μας κάνει καλό.

Α        Λες να μην μας αγαπάει;

Β        Δεν ξέρω. Ίσως να μην υπάρχει σκιά.

Α        Τι υπάρχει τελικά εκεί έξω;

ΓΥΝΑΙΚΑ: Γιατί φοράς κράνος;

ΑΝΔΡΑΣ: Γιατί είμαι άντρας. Δε σ’ αρέσει;

ΓΥΝΑΙΚΑ: Καθόλου. Δεν μου αρέσουνε καθόλου οι άνδρες με κράνος.

ΑΝΔΡΑΣ: Τότε δε σου αρέσουν οι άνδρες γενικά.

ΓΥΝΑΙΚΑ: Όχι. Οι άνδρες με κράνος.

ΑΝΔΡΑΣ: Θες να πεις πως με βαρέθηκες;

ΓΥΝΑΙΚΑ: Πολύ.

ΑΝΔΡΑΣ: Μα κράνος φορούσα πάντα.

ΓΥΝΑΙΚΑ: Όχι. Φοράς τώρα τελευταία.

ΑΝΔΡΑΣ: Πάντα φορούσα.

ΓΥΝΑΙΚΑ: Κάνεις λάθος. Θα σου δείξω παλιές φωτογραφίες. Άνοιξέ τες. Τις έχω στο συρτάρι. Δε φορούσες ποτέ κράνος.

ΑΝΔΡΑΣ: Κάποια στιγμή αναγκάστηκα να το βάλω.

ΓΥΝΑΙΚΑ: Τον τελευταίο χρόνο.

ΑΝΔΡΑΣ: Θα το υποστείς.

ΓΥΝΑΙΚΑ: Όχι.

ΑΝΔΡΑΣ: Όχι;

ΓΥΝΑΙΚΑ: Θα έρθει σε λίγο κάποιος άλλος. Αυτός δε φοράει κράνος.

ΑΝΔΡΑΣ: Κανείς δεν πρόκειται να έρθει.

ΓΥΝΑΙΚΑ: Θα έρθει σου είπα. Τον περιμένω από ώρα σε ώρα.

ΑΝΔΡΑΣ: Σε κοροιδέψανε.

ΓΥΝΑΙΚΑ: Σταμάτα. Θα με πάρει να φύγουμε. Θα πάμε στη θάλασσα.

ΑΝΔΡΑΣ: Ξύπνα! Δεν πρόκειται να έρθει κανείς!!!

ΓΥΝΑΙΚΑ: Αααα!!!! Δεν αντέχω να σε βλέπω!!! Με αυτό το κράνος στο κεφάλι σου!!!

ΑΝΔΡΑΣ: Είμαι ο άντρας σου.

ΓΥΝΑΙΚΑ: Δε θέλω πια!!! Κουράστηκα.

ΑΝΔΡΑΣ: Θα κάτσεις εδώ. Κάτω στην καρέκλα. Θα κλειδώσω.

ΓΥΝΑΙΚΑ: Μη κλειδώσεις.

ΑΝΔΡΑΣ: Νομίζεις πως θα ξεφύγεις έτσι εύκολα; ΕΓΩ θα φύγω. Όταν μπορέσω. Εσύ θα κάτσεις εδώ και κιχ δε θα βγάλεις.

ΓΥΝΑΙΚΑ: Σε παρακαλώ, μη κλειδώσεις.

ΑΝΔΡΑΣ: (κλειδώνει) Σε κλείδωσα. (κάθεται πάλι)

ΓΥΝΑΙΚΑ: Βγάλε το κράνος απ’ το κεφάλι σου.

ΑΝΔΡΑΣ: Πες μου λοιπόν; Πώς πέρασες τη μέρα σου σήμερα;

ΓΥΝΑΙΚΑ: (Σιωπή) Σήμερα πέρασα πολύ ωραία. Βγήκα βόλτα στον κήπο με τα δέντρα, άκουσα τα πουλιά, κάθισα στο παγκάκι, διάβασα την εφημερίδα μου……έκανα πολλά πράματα σήμερα……..

 –          Κυρία  Χονδροκούκη!!! Κυρία Χονδροκούκη!!!! Ανοίξτε!!!! Ανοίξτε σας παρακαλώ!!!! Κυρία Χονδροκούκη!!! Ξέρω ότι είστε μέσα!!! Δε μπορείτε να μου κρυφτείτε!!! Σας άκουσα!!! Κυρία Χονδροκούκη!!!! Ανοίξτε!!!

–          Τι θέλετε και μου χτυπάτε;!!! Ξέρετε ότι είναι μονάχα 11.00 το πρωί; Σήμερα είναι Σάββατο και ο κόσμος συνήθως κοιμάται τέτοια ώρα.

–          Θέλετε να πείτε πως σας ξύπνησα;

–          Ακριβώς! Με ξυπνήσατε!

–          Χα! Αφού άκουσα περπατήματα. Τι θέλετε να μου πείτε κυρία Χονδροκούκη; Πως υπνοβατείτε;

–          Μπορεί…μέσα στον ύπνο μου να σηκώθηκα. Για νερό. Μετά ξανακοιμήθηκα. Είναι Σάββατο πρωί που ο κόσμος χουζουρεύει τέτοιες ώρες κι εσείς έρχεσθε και μου χτυπάτε επίμονα την πόρτα μου!

–          Χα! Ζητάτε και τα ρέστα από πάνω κυρία Χονδροκούκη;

–          Γιατί; Τι έκανα! Σας πέιραξα εσάς; Μήπως σας ενόχλησα; Όχι βέβαια!!! Και για τίποτα τέτοιο δε θα μπορούσατε ποτέ να με κατηγορήσετε. Σας φέρομαι με τον καλύτερο τρόπο. Σας…

–          Καλύτερος τρόπος λέγετε να μας ξυπνάτε τα χαράματα με την αγριοφωνάρα σας;

–          Δεν φταίω εγώ, οι άλλοι με φέρνουνε σε τέτοια θέση.

–          Οι άλλοι; Θέλετε να πείτε είναι πολλοί;

–     Ε, τι σας νοιάζει εσάς αυτό; Μπορείτε να μου πείτε;

–          Όλα με νοιάζουν κυρία μου όταν νοικιάζετε το σπίτι μου.

–          Το νοίκι σας το δίνω. Δε χρωστάω τίποτα.

–          Βέβαια! Αυτό δα έλειπε και να χρωστούσατε.

–          Τι θέλετε τέλος πάντων από εμένα!

–          Θέλω να μαζέψετε τα πράγματά σας και να φύγετε. Σας κάνω έξωση.

–          Έξωση; Γιατί;  Τι έκανα!!!! Είμαι τίμια εγώ. Το νοίκι σας το δίνω!

–          Σας έχω κάνει παρατήρηση επανειλημμένως να μην φωνάζετε καμία ώρα της ημέρας πόσο μάλλον στις τρεις και τέσσερις τα ξημερώματα!!!! Δεν ξέρω εσείς τι κάνετε αυτήν την ώρα, εγώ όμως και η γυναίκα μου – κυρία μου – κοιμόμαστε. Καθώς και η οικογένεια που μένει παραπάνω με τα τρία της παιδιά!!! Σηκώνετε τη γειτονιά στο πόδι κυρία Χονδροκούκη!!! Δεν το καταλαβαίνετε;!!!!

–          Δεν θα το ξανακάνω!!!

–          Αυτό μου το είπατε και το ξανάπατε και το υποσχεθήκατε πολλές φορές. Κάθε νύχτα όμως τα ίδια κάνετε.

–          Μα δε φωνάζω κάθε νύχτα!

–          Αν δε φωνάζετε κάθε νύχτα, φωνάζετε σίγουρα νύχτα παρά νύχτα.

–          Μα αφού….(κλαίει) αφού με κοροιδεύουνε κύριε….πως σας λένε…ξέχασα!!!

–          Πετράκη.

–          Κύριε Πετράκη! Καταλάβετέ με!!! Με κοροιδεύουνε!!! Και…πάνε να με κλέψουνε!!!

–          Κάθε νύχτα σας κλέβουνε;

–          Ναι!!! Ναι!!! Κάθε νύχτα!!! Ένας….ένας παλιάνθρωπος!!!! Μου φέρεται άσχημα κύριε Π….π…..

–          Πετράκης.

–          … Πετράκη!!! Μου φέρονται άσχημα!!! Δε με σέβονται!!! Δε μάθαν καλούς τρόπους απ’ το σπίτι τους. Δε με αγαπάνε κύριε Πετράκη!!!! Κανείς δε με αγαπάει εμένα!!! Κανεις!!!

–          Δε με ενδιαφέρει κυρία Χονδροκούκη μου ποιος σας αγαπάει και ποιος όχι. ΕΓΩ ΘΕΛΩ ΝΑ ΜΟΥ ΑΔΕΙΑΣΕΤΕ ΤΗ ΓΩΝΙΑ!

–          Γιατί!!! Επειδή είμαι φτωχιά;!!! Κι εσείς είσαστε του καλού κόσμου;! Ρωτήστε με κι εμένα πώς ήτανε στο σπίτι μου!!! Τι φταίω εγώ για τη μοίρα μου κι αυτό που μου’ τυχε!

–          Είναι οριστική η απόφασή μου. Δεν αλλάζει.

–          Δεν είναι εύκολο να βρει κανείς ένα φτηνό σπίτι. Και το δικό σας είναι και άνετο.

–          Αν δε τα μαζέψετε, θα φέρω την αστυνομία.

–          Όχι την αστυνομία κύριε π….σας παρακαλώ!!! Αφίστε με να μείνω!!!

–          Αποκλείεται.

–          Γιατι….γιατι είμαι πόρνη ε;!!! Καταλάβατε πως είμαι πόρνη!!! Γι’ αυτό θέλετε να με διώξετε!!! Όλοι θέλουν να με διώξουν. Σας πείραξα; Όχι. Σας έκανα κακό; Τι με σπρώχνετε όλοι και με κλωτσάτε ε; Μια τίμια πόρνη είμαι.!!! Δίνω και παίρνω!!!! Δεν κλέβω κανέναν!!! Δεν παίρνω χωρίς να δώσω!!! Σε αντίθεση με άλλους!!! Κι εγώ έχω καλή ψυχή!!! Δεν είμαι σκατόψυχος σαν κι εσάς!!!! Που πάτε να με βγάλετε κι απο το σπίτι!!!! Και σιγά μην ακούνε οι αποπάνω!!! Που έχουνε παιδιά!!!! Τόσες πολλές είναι οι φωνές μου;!!! (Κλαίει) Μου λέει πως με αγαπάει και μου λέει να συνεχίσω να εκδίδομαι γιατί δε φτάνουν τα λεφτά!!! Κι όλο μου φέρνει άνδρες, κάθε νύχτα κι εγώ του είπα πως θέλω να σταματήσω πια και να μείνουμε μαζί!!!! Κι εκείνος δε με καταλαβαίνει!!!! Και έρχονται και μου δινουν λιγότερα απ’ όσα συμφωνήσαμε!!! Να μη φωνάξω;;;!!!! Με εξαπατούν!!!!! Με κοροιδεύουν!!!! Σας παρακαλώ!!!! Μη με διώχνετε κι εσεις!!!! Σας παρακαλώ!!!! Τουλάχιστον εσείς που είστε μορφωμένος καταλάβετε με!!!! Σα σκουπίδι μου συμπεριφέρονται!!!!! Θέλουν να με λιώσουν και δε τους νοιάζει τίποτα πώς αισθάνομαι εγώ!!!!! Κι εγώ τον αγαπώ, τον αγαπώ και θα’ δινα και τη ζωή μου αν χρειαζότανε για εκείνον!!!! Θα έπεφτα στη θάλασσα αν χρειαζότανε κι ας πνηγόμουνα!!!! Δε με νοιάζει!!!! Δε με νοιάζει τίποτα!!!! Τον αγαπώ πιο πολύ κι από τον εαυτό μου!!!! Έχετε αγαπήσει εσείς κύριε Π. ;

–          Δεν ξέρω. Μάλλον.

–          Εγώ όμως αγαπώ!!!! Αγαπώ κύριε Π.! Γι΄αυτό! Γι΄αυτό φωνάζω!! Δεν ξέρετε τότε πώς νιώθω Δεν ξέρετε! κύριε Π.! Γι΄αυτό δεν μπορείτε να με καταλάβετε!

–          Μπορώ να καταλάβω κάποια πράγματα.

–          Αλήθεια;!!! Αλήθεια κύριε Π.; Με καταλαβαίνετε;;!

–          Ναι…σας παρακαλώ μη με λέτε κύριο Π. Πετράκη με λένε. Αντώνη Πετράκη.

–          Κύριε Αντώνη Πετράκη….δεν ξέρετε πόσο χαίρομαι….πόσο συγκινούμαι που με καταλαβαίνετε!

–          Τι να πω δεσποινίς Χονδροκούκη…το καλύτερο θα ήταν να…τον ξεχνούσατε αυτόν τον άνθρωπο και να δίνατε την καρδιά σας σε κάποιον άλλο. Πιο τίμιο.

–          Να τον ξεχάσω;;;!!! Να τον ξεχάσω!!! Μα είναι ο άνθρωπός μου!!! Ο άνδρας μου! Ποτέ δε θα μπορούσα να τον ξεχάσω! Ο θάνατος θα μας χωρίσει!

–          Ο θάνατος θα σας χωρίσει με έναν άνθρωπο που σας φέρνει άντρες και έπειτα σας παίρνει τα λεφτά;

–          Δεν μου τα παίρνει όλα!!!

–          Έστω τα μισά!!!

–          Είναι καλός κατά βάθος!!! Έχει καλοσύνη μέσα του!!!

–          Πού την είδατε την καλοσύνη!!!

–          Την είδα ζωγραφισμένη στα μάτια του!!!

–          Χα! Σας κοροιδεύει κυρία Χονδροκούκη!!! Δε σας αγαπάει!!!

–          Ω! Μα όχι!!! Όχι!!!! Δε θα μπορούσε ποτέ να κάνει κάτι τέτοιο!!!! Είναι καλός!!!! Είναι πολύ καλός άνθρωπος!!!! Είναι ο καλύτερος του κόσμου!!!!

–          Μάλιστα.

–          Καταλάβατε λοιπόν γιατί φωνάζω. Έχω πολύ σοβαρούς λόγους κύριε Αντώνη.

–          Λυπάμαι κυρία…δεσποινις ήθελα να πω…αλλά δε μπορώ να σας κρατήσω….ξέρετε…διαμαρτύρονται και οι άλλοι.

–          Εντάξει….πολύ καλά….ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΕΧΕΤΕ ΑΝΘΡΩΠΙΑ!!!! ΕΙΣΤΕ ΓΑΙΔΟΥΡΙ!!!!!

–          Σας παρακαλώ κ…δεσποινις …εγώ σας κατάλαβα!!! Καταλάβετε τώρα κι εσείς εμένα!!!!

–          Δεν έπρεπε να μιλήσω!!!! Εσείς δεν καταλαβαίνετε τίποτα!!!!

–          Καταλαβαίνω ότι αρκετά σας ανεχτήκαμε!!!!!

–          Ούτε εσείς έχετε τσίπα πάνω σας!!!!

–          Δεν υποφέρεστε κυρία….!!!! Αναστατώνετε τον κόσμο!!!!!

–          Όπως με αναστατώνουν κι εμένα!!!!!

–          Τέλος πάντων….σας δίνω άλλη μία ευκαιρία. Να μην το επαναλάβετε. Άλλη ευκαιρία δεν θα έχετε.

–          Ευχαριστώ!

–          Να….πάρτε κι αυτά τα.…πατούμενα….Είναι πατούμενα. Ζεστά. Κάνετε και θόρυβο μ’ αυτά τα παλιοπάπουτσα! Απ΄το στενό πιο κάτω τα αγόρασα.  Για το σπίτι που’ χει κρύο.

–          Τι μου λέτε κύριε Π……….μου χαρίζετε πατούμενα!!!! Ω τι να σας πω!!! Με κατασκλαβώνετε!!!

–          Νααα είναι που’ χει κρύο τώρα.

–          Θα τα φορέσω κύριε Π…….θα τα φορέσω τώρα κι όλας!!!!

–          Γεια σου παιδί μου!

–          Γεια σας κύριε Π. και θα προσέξω να κάνω ησυχία!!! Όπως είπαμε!!!!

–          Πετράκης. Κι άμα σε πειράζουνε να μη κάνεις φασαρία να έρχεσαι να το λες σε μένα.

–          Ό,τι πείτε κύριε Πετράκη. Ο,τι πείτε.

–          Γεια σου.

–          Θα τα φορέσω γεια σας κύριε Π.

–          Πετράκης.

–          Γεια σας!!!!